Δημοσιεύθηκε: Hurriyet, 28/4/2009. Καταχωρήθηκε: 27/4/2009.
Ανάσταση στην Πόλη
Η Χουρριέτ δημοσιεύεται ανταπόκριση του Γ. Κιρμπάκη με τον τίτλο «Χάρη στους χιλιάδες τουρίστες οι εκκλησίες της Κων/πολης πλημμύρισαν από κόσμο». Στην ανταπόκριση αναφέρεται ότι η Αγία Τριάδα στην περιοχή του Ταξίμ, το περασμένο Σάββατο, ήταν κατάμεστη. Το πλήθος του κόσμου, που είχε έρθει από διάφορα σημεία της Ελλάδας για την Ανάσταση του Κυρίου, δεν μπόρεσε να χωρέσει στην εκκλησία και πλημμύρισε τον αυλόγυρο. Φωτογραφικές μηχανές και κινητά προσπαθούσαν να απαθανατίσουν τις ιερές στιγμές της βραδιάς. Οι λίγοι σε αριθμό Ρωμιοί της Πόλης κοίταζαν με απορία και κάποτε με προσοχή τους τουρίστες. Όταν έφτασε η στιγμή της Ανάστασης, ο Δεσπότης και οι λοιποί κληρικοί βγήκαν στον αυλόγυρο και το Ιερό Φως κύλησε από λαμπάδα σε λαμπάδα. Ακριβώς τα μεσάνυκτα ακούστηκε το Χριστός Ανέστη και όλοι μαζί άρχισαν να ψάλλουν και να εύχεται ο ένας στον άλλο. Αργότερα, άρχισε η εκκλησία να αδειάζει. Συνάντησα τον ιδιοκτήτη της εφημερίδας ‘Απογευματινή’ Μιχάλη Βασιλειάδη. Αργότερα, πρόσεξα τον ηλικιωμένο με τα άσπρα μαλλιά και το γελαστό πρόσωπο που ήταν δίπλα του. Ήταν εκεί ο πρώην Δ/ντης του Ζωγραφείου, ο Δημήτρης Φραγκόπουλος. Ο ίδιος πριν από μερικούς μήνες είχε πει στην Ελληνική Τηλεόραση: «Εγώ δεν μετανάστευσα στην Αθήνα διότι, αν έφευγα, οι Κωνσταντινοπολίτες θα έλεγαν “έφυγε και ο Φραγκόπουλος” και θα έχαναν περισσότερο τις ελπίδες τους. Πέραν αυτού, αν έφευγα από την Κων/πολη, πώς θα έβλεπα στη συνέχεια τον εαυτόν μου στον καθρέπτη»; Ο Δημήτρης Φραγκόπουλος είναι μια γενναία ψυχή, που φτάνει στο σημείο να τα λέει αυτά. Του φίλησα το χέρι και βούρκωσα. Μου χάιδεψε τα μάγουλα. Πριν από χρόνια εγώ ήμουν μαθητής και εκείνος Δ/ντης. Πάντα σαν πατέρας. Τίποτε δεν έχασα από εκείνη τη θεωρία του. Τι σπουδαίος άνθρωπος! Στην πόρτα της εκκλησίας υπήρχε μεγάλος συνωστισμός. Οι Έλληνες τουρίστες με τις λαμπάδες τους κατευθύνονταν στα λεωφορεία. Στα ξενοδοχεία που έμειναν, θα τσούγκριζαν τα κόκκινα αυγά και θα έτρωγαν το φαγητό τους. Δεν ξέρω, αλλά για πολλοστή φορά μου ήρθε στο νου η εποχή που ήμουν νέος. Εκείνη την εποχή, η εκκλησία πλημμύριζε μόνο από τους Κωνσταντινοπολίτες. Τότε, δεν έρχονταν, όπως τώρα, από την Ελλάδα τουρίστες και τα κεριά, που ανάβαμε μέσα στην εκκλησία από το Ιερό Φως, τα σβήναμε πριν βγούμε έξω. Αυτό μας είχαν μάθει οι πικρές αναμνήσεις. Όμως, παρόλα αυτά, ο μπακάλης της γειτονιάς, ο Σουαβί, κάθε Πάσχα έβαφε αυγά και τα πουλούσε. Όλα τα ζαχαροπλαστεία, που γνώριζα στην ευρωπαϊκή πλευρά της Πόλης, έφτιαχναν τσουρέκια και μοσχοβολούσε ο τόπος. Στην Αθήνα, εδώ και χρόνια, δεν βρήκα την ίδια γεύση. Και βέβαια δεν μπορεί να ζήσει κανείς με το παρελθόν… Θα πρέπει να τονίσω την επίδραση των θετικών εξελίξεων στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ίσως να ήταν χάρη των δεκάδων χιλιάδων Ελλήνων τουριστών. Αλλά και πάλι υπήρχε πολύς κόσμος στις εκκλησίες της Πόλης τη νύχτα της Ανάστασης. Στο Όρτακιοϊ, στο Μπεμπέκ και στο Γενίκιοϊ. Ακόμη και αυτό είναι ευχάριστο. Ε, βρε Πόλη… έμειναν περίπου δύο, έστω τρεις, χιλιάδες Ρωμιοί.